- υποτρέω
- και επικ. τ. ὑποτρείω ΜΑοπισθοχωρώ από φόβο (α. «οὔ πως ἔτι εἶχεν ὑποτρέσαι οὐδ' ἀναδῡναι», Ομ. Ιλ.β. «οἷον δὴ Μενέλαον ὑπέτρεσας», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + τρέω / τρείω «φοβάμαι, δειλιάζω, τρέπομαι σε φυγή»].
Dictionary of Greek. 2013.